-
1 περίπτωση
[пэриптоси] ουσ. 9. случай.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περίπτωση
-
2 случай
-я α.1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•
особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•
в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•
в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•
как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•
ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•
если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•
на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•
-и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•
редкий случай σπάνια περίπτωση.
|| κρούσμα•-заболевания κρούσμα ασθένειας•
-и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.
2. περίσταση• ευκαιρία•в донном -е στη δοσμένη περίσταση•
в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•
по -ю чего με την ευκαιρία του....
3. βλ. случайность.εκφρ.в -е чего – σε περίπτωση που•на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση. -
3 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
4 случай
случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность)· удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη* * *м1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικόнесча́стный слу́чай — το δυστύχημα
2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)удо́бный слу́чай — η ευκαιρία
упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία
предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία
по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία
3) ( случайность) η τύχη••при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…
ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση
на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο
по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…
на слу́чай — στην τύχη
-
5 случай
1. (событие, происшествие) το συμβάν, το περιστατικό, το γεγονόςаварийный - το ατύχημα, η αβαρία (ξεν.)единичный - η σπάνια/μοναδική περίπτωσηнесчастный - το δυστύχημα, το ατύχημα2. (обстоятельства) η πε-ρίπτωσ/η 3.(благоприятное стечение обстоятельств)η ευκαιρία, η ευνοϊκή συγκυρία 4. см. случайность.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > случай
-
6 обстоятельство
обстоятельство с η περίσταση, η περίπτωση· \обстоятельствоа изменились η κατάσταση άλλαξε· по семейным \обстоятельствоам για οικογενειακούς λόγους· смотря по \обстоятельствоам κατά και τις περιστάσεις· ни при каких \обстоятельствоах σε καμιά περίπτωση* * *сη περίσταση, η περίπτωσηобстоя́тельства измени́лись — η κατάσταση άλλαξε
по семе́йным обстоя́тельствам — για οικογενειακούς λόγους
смотря́ по обстоя́тельствам — κατά και τις περιστάσεις
ни при каки́х обстоя́тельствах — σε καμιά περίπτωση
-
7 раз
раз 1-а, πλθ. разы, раз α.1. φορά•один -μια φορά•
два -а δυό φορές•
пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•
много раз πολλές φορές•
всякий раз κάθε φορά•
не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•
иной (другой) раз άλλη φορά•
раз навсегда μια για πάντα•
ни -у ούτε μια φορά•
в последний раз (για) τελευταία φορά•
в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•
раз за -ом αλλεπάλληλα•
раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•
ещё раз ακόμα μια φορά•
раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.
2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•раз, два, три... ένα, δύο, τρία...
εκφρ.раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.раз 2ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.раз 3επίρ.μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•
раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.
раз 4σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.
εκφρ.раз что... – παλ. βλ. раз. -
8 всякий
всякий καθένας, κάθε \всякий раз κάθε φορά во \всякийое время όποτε θέλετε, οποτεδήποτε ◇ во \всякийом случае πάντως, όπως και να'ναι на \всякий случай για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο* * *καθένας, κάθεвся́кий раз — κάθε φορά
во вся́кое вре́мя — όποτε θέλετε, οποτεδήποτε
••во вся́ком слу́чае — πάντως, όπως και να'ναι
на вся́кий слу́чай — για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο
-
9 крайний
крайний 1) (далёкий) ακρινός 2) (предельный) τελευταίος" άκρος (тж. полит.) ◇ в \крайнийем случае σε περίπτωση ανάγκης· по \крайнийей мере τουλάχιστο* * *1) ( далёкий) ακρινός2) ( предельный) τελευταίος; άκρος (тж. полит.)••в кра́йнем слу́чае — σε περίπτωση ανάγκης
по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
-
10 любой
любой 1. οποιοσδήποτε· καθένας; в \любойом случае σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε 2. м о καθένας* * *1.οποιοσδήποτε; καθένας2. мв любо́м слу́чае — σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε
ο καθένας -
11 противный
I противный I (неприятный) αντιπαθητικός II противный II: в \противныйом случае σε αντίθετη περίπτωση* * *I( неприятный) αντιπαθητικόςIIв проти́вном слу́чае — σε αντίθετη περίπτωση
-
12 такой
такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;* * *τέτοιος; τόσος ( настолько)тако́й большо́й — τόσο μεγάλος
тако́й же — όμοιος, ίδιος
таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο
в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή
что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει
-
13 данный
данн||ыйприл (этот, настоящий) δοσμένος, δεδομένος, αὐτός:\данныйая книга... αὐτό τό βιβλίο...· в \данный момент στή δοσμένη στιγμή, τώρα, προς τό παρόν, αὐτή τήν στιγμή· в \данныйом случае στή δοσμένη περίπτωση, στήν προκειμένη περίπτωση. -
14 обстоятельство
обстоятельств||ос ί. ἡ περίσταση [-ις], ἡ περίπτωση [-ις]:смягчающие вину \обстоятельствоа τά ἐλαφρυντικά· непредвиденное (неожиданное) \обстоятельство τό ἀπροσδόκητο περιστατικό·2. \обстоятельствоа мн. οἱ περιστάσεις, οἱ συνθήκες:по семейным \обстоятельствоам γιά οἰκογενειακούς λόγους· по независящим от меня \обстоятельствоам γιά λόγους ἀνεξάρτητους ἀπό τή θέληση μου· смотря по \обстоятельствоам ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· при данных \обстоятельствоах στίς δοσμένες συνθήκες (или περιστάσεις)· ни при каких \обстоятельствоах σέ καμμιά περίπτωση· стечение обстоятельств ἡ συγκυρία, ἡ συντυχία·3. грам. ὁ προσδιορισμός:\обстоятельство образа действия ὁ τροπικός προσδιορισμός. -
15 при
припредлог с предл. п.1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:\при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):\при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:\при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:\при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:\при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως... -
16 типичный
тип||и́чныйприл τυπικός, χαρακτηριστικός:\типичныйи́чное явление τό τυπικό φαινόμενο· \типичныйи́чный слу́чай ἡ τυπική περίπτωση, ἡ χαρακτηριστική περίπτωση. -
17 нипочём
επίρ.1. για τίποτε• πάμφτηνα•он продал нипочём αυτός πούλησε πάμφτηνα.
2. ως κατηγ. δεν είναι τίποτε, είναι εύκολο ή παιγνίδι•всякий труд для них был нипочём οποιαδήποτε δουλειά γι αυτούς ήταν παιγνίδι•
ему нипочём со-лгить αυτός ψεύδεται χωρίς να ντρέπεται•
ему всё нипочём αυτός όλα τα θεωρεί για τίποτε.
3. σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω•нипочём не допустим σε καμιά περίπτωση δε θα επιτρέψομε.
-
18 обстоятельство
-а ουδ.1. περίπτωση•отягчающие (вину) -а επιβαρυντικές περιπτώσεις (περιστατικά)•
смягчающие -а ελαφρυντικές περιπτώσεις (περιστα,τικά).
2. πλθ. -а συνθήκες, περιστάσεις•это зависит от -ств αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις•
при нынешних -ах στις τωρινές συνθήκες•
при данных -ах στις δοσμένες περιστάσεις•
по семейным ή по домашним -ам για οικογενειακούς λόγους•
по независящим -ам για λόγους ανώτερης βίας ή παρά τη θέληση μου•
ни при каких -ах σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω.
|| σύμπτωση, συγκυρία, συντυχία•счастливое обстоятельство ευτυχής σύμπτωση.
3. (γραμμ.) προσδιορισμός•обстоятельство места τοπικός προσδιορισμός•
обстоятельство времени χρονικός προσδιορισμός•
обстоятельство образа действия τροπικός προσδιορισμός.
εκφρ.смотря (гляди) по -ам – κατά τις περιστάσεις•стечение -ств – συγκυρία, εξέλιξη (συρροή) περιστάσεων. -
19 что
что 1чего, чему, чем, о чём αντων.1. (ερωτηματική)• τι•что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•
что случилось? τι συνέβηκε;•
что вы сказали? τι είπατε;•
что нового? τι νέα;•
о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•
что это такое? τι ειν αυτό;•
ну что? λοιπόν τι;
2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•
я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•
я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.
3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•
то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.
4. γιατί•что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•
что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•
а что? και γιατί;
5. επίρ. πόσο, τι•стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.
|| πόσος, -η, -ο•что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•
что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).
|| όσος, -η, -ο•что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.
6. κάτι (τι), τίποτε•если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•
что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.
7. τι•что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•
что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.
8. ό,τι•всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.
|| ο οποίος, -α, -ο•старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.
εκφρ.а -? – και τι;•до чего... – α) εξαιρετικά•до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).что 2ειδ. σύνδ.1. ότι, πως•я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•
говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.
2. ότι, που•я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.
3. όπως, σαν.4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).εκφρ.только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι). -
20 единичный
1. (один, единственный) μοναδικ/ός 2. (отдельный, обособленный) μεμονωμέν/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > единичный
См. также в других словарях:
περίπτωση — η / περίπτωσις, ώσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. ιος Α [περιπίπτω] καθετί που συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί, τυχαίο περιστατικό, πιθανή κατάσταση, ενδεχόμενο («δεν προβλέπεται περίπτωση σύρραξης») νεοελλ. 1. η μορφή, ο τρόπος κατά τον οποίο μπορεί να… … Dictionary of Greek
περίπτωση — η 1. αυτό που συμβαίνει τυχαία, κατά τύχη, περιστατικό, συγκυρία: Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι. 2. μορφή, είδος: Σπάνια περίπτωση αρρώστιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιγομαστία — Περίπτωση κατά την οποία οι μαστοί της γυναίκας μακραίνουν πέρα από το φυσιολογικό όριο και θυμίζουν τη μορφή των μαστών της αίγας. Η α. δεν οφείλεται σε παθολογικά αίτια, αλλά είναι επίκτητη και έχει άμεση σχέση με τον τρόπο θηλασμού των βρεφών … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… … Dictionary of Greek